- υπερθερμαίνω
- υπερθερμαίνω, υπερθέρμανα βλ. πίν. 44
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
υπερθερμαίνω — ὑπερθερμαίνω ΝΑ θερμαίνω κάτι πέρα από το κανονικό, παραζεσταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θερμαίνω] … Dictionary of Greek
υπερθερμαίνω — υπερθέρμανα, υπερθερμάνθηκα, μτβ., θερμαίνω κάτι πέρα από το κανονικό όριο, παραζεσταίνω: Υπερθερμάνθηκε η μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερθέρμανση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπερθερμαίνω, θέρμανση που υπερβαίνει το κανονικό ή το επιτρεπτό όριο 2. (μεταλλ.) υπέρμετρη θέρμανση μετάλλου ή κράματος, χωρίς αυτό να υποστεί μερική ή ολική τήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερθερμαίνω. Η λ., στον… … Dictionary of Greek
εκπυρώ — ( όω) (AM ἐκπυρῶ) 1. ανάβω, αναφλέγω 2. θερμαίνω, υπερθερμαίνω μσν. θερμαίνω, παρακινώ αρχ. 1. εξαφανίζω τελείως, κατακαίω 2. πυρπολώ 3. (για χαλκό) πυρακτώνομαι … Dictionary of Greek
εξοπτώ — ἐξοπτῶ, άω (AM) 1. ψήνω καλά 2. ξεραίνω, στεγνώνω αρχ. 1. υπερθερμαίνω 2. (για έρωτα) καίω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οπτώ «ψήνω» (< οπτός «ψητός»)] … Dictionary of Greek
θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… … Dictionary of Greek
καβουρντίζω — και καβουρδίζω 1. ξηραίνω κάτι με τη φωτιά, ξεροψήνω, φρύγω («καβουρντίζω σιμιγδάλι») 2. τσιγαρίζω («καβουρντίζω κρεμύδια») 3. συνεκδ. υπερθερμαίνω, ψήνω, κατακαίω 4. μτφ. καταταλαιπωρώ, βασανίζω συνεχώς με τον τρόπο μου ή την επιμονή μου.… … Dictionary of Greek
συγκαίω — ΝΜΑ, μέσ. και συγκαίγομαι Ν, και αττ. τ. συγκάω Α [καίω] καίω κάτι μαζί με κάτι άλλο νεοελλ. 1. προκαλώ σύγκαμα 2. μέσ. συγκαίομαι πάσχω από ερεθισμό τού δέρματος που οφείλεται σε προστριβή με κάτι άλλο αρχ. 1. καίω αμέσως 2. υπερθερμαίνω,… … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
υπερθερμαντήρας — ο, Ν τεχνολ. συσκευή εξάρτημα ατμολέβητα, μέσα στην οποία ο ήδη κορεσμένος ατμός θερμαίνεται πέρα από τη θερμοκρασία που αντιστοιχεί στην πίεσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερθερμαίνω + κατάλ. τήρας (πρβλ. κινη τήρας). Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ.… … Dictionary of Greek